- περικαγχαλώ
- -άω, Αγελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.